- χρυσοκόρυμβος
- χρυσο-κόρυμβος, ον,A with golden clusters,
κισσός Dsc.Eup.1.69
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κισσός Dsc.Eup.1.69
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρυσοκόρυμβος — ον, Α αυτός που έχει χρυσούς κορύμβους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κόρυμβος (πρβλ. κισσο κόρυμβος)] … Dictionary of Greek
χρυσοκορύμβου — χρυσοκόρυμβος with golden clusters masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… … Dictionary of Greek